i love linguistics!


τα μαλλια μου κανω μπουκλες!

funny_hair-1Φέτος είναι η χρονιά που ο στρατός δε δίνει πια αναβολές στους γεννημένους το 1985 (τους συνομηλίκους μου δηλαδή). Κάπως έτσι έφυγε και ο Θ. και σ’αυτόν αφιερώνω το σημερινό μου post! Να πω ότι το στρατό τον σιχαίνομαι απ’όλες τις απόψεις, παρ’όλα αυτά ομολογώ ότι γλωσσολογικά παρουσιάζει ενδιαφέρον. Κι αν περιμένω κάτι από τον Θ. δεν είναι φυσικά οι ιστορίες, αλλά καμιά καινούρια λέξη για να κάνω update στο post! 🙂

Όπως σε κάθε κλειστή ομάδα, έτσι και ανάμεσα στους φαντάρους, αναπτύσσεται μια συνθηματική γλώσσα που διαφέρει στο λεξιλόγιο, την προφορά και τη σύνταξη από την καθομιλουμένη. Η στρατιωτική κοινωνιόλεκτος απαρτίζεται από γλωσσικά στοιχεία (λέξεις δηλαδή ή εκφράσεις) που έχουν να κάνουν με «φανταρίστικα πράματα», όπως τους χώρους του στρατοπέδου, τα αντικείμενα, τους ανθρώπους, κτλ. Τα γλωσσικά αυτά στοιχεία είτε τα συναντάμε με άλλη σημασία στην κοινή μας γλώσσα (π.χ. «λουκάνικο» στο στρατό σημαίνει ο χακί μακρόστενος σάκος εκστρατείας), είτε δεν τα συναντάμε καθόλου (π.χ. «λελόχαρτο», δηλαδή το έγγραφο της απόλυσης).

Με άλλα λόγια στη γλώσσα των φαντάρων συναντάμε πολλές λέξεις που δεν θα τις βρούμε σε λεξικά της ελληνικής γλώσσας. Δεν εννοώ απαραίτητα λέξεις ακαταλαβίστικες, φτιαγμένες από το μηδέν με ήχους της ελληνικής (όπως συμβαίνει ας πούμε στα καλιαρντά στα οποία συναντάμε τύπους σαν τα «δικέλω» = βλέπω, «αβέλω»=κάνω, κτλ). Εννοώ λέξεις που προκύπτουν από τη σύνθεση ήδη υπαρχουσών λέξεων της κοινής, π.χ. «στρατό-καυλος» (ο πωρωμένος με το στρατό) ή  είναι παράγωγα λέξεων της κοινής π.χ. από τη λέξη «μπιφτέκι» (;) προκύπτει το «μπιφτέκω-μα» (το να αναλάβει δηλαδή κάποιος μια υπηρεσία που προβλέπονταν για κάποιον άλλο). 

Το λεξιλόγιο της στρατιωτικής κοινωνιολέκτου λοιπόν -ως προς τη μορφή των λέξεων τουλάχιστον- δεν είναι εντελώς ξένο σε εμάς που δεν υπηρετήσαμε ή δεν θα υπηρετήσουμε ποτέ (thank god!)! Αυτό πιστεύω ότι συμβαίνει γιατί η συγκεκριμένη κοινωνιόλεκτος δεν αναπτύχθηκε τόσο εξαιτίας της ανάγκης των ομιλητών της να επικοινωνούν χωρίς να γίνονται κατανοητοί μέσα σε «εχθρικό» περιβάλλον (όπως έκαναν οι ομοφυλόφιλ@), όσο γιατί μέσω αυτής εκφράζουν την οπτική τους απέναντι στο στρατό.

Έχουμε λοιπόν λέξεις όπως «χωσέ» (η απροσδόκητη ανάθεση μιας υπηρεσίας), «σειρούλα» (στρατιώτης που ανήκει στην ίδια σειρά κατάταξης), «γαμοσείρι» (ο στρατιώτης που βλάπτει τους στρατιώτες της ίδιας σειράς), «λαίουρας» ή «παλαίουρας» (ο οπλίτης παλιάς ΕΣΣΟ -δεν ξέρω τι είναι αυτό!-)! 🙂



σουπα cup!

Χτες βράδυ, όπως πολλοί από εσάς, παρακολούθησα στη ΝΕΤ τον τελικό κυπέλλου ανάμεσα στον Ατρόμητο και την ΑΕΚ. Ίσως κι εσείς παρατηρήσατε ότι ο εκφωνητής στο τέλος του αγώνα -αλλά και κατά τη διάρκεια- έλεγε σχεδόν καμαρώνοντας «Μπήκαν οι οπαδοί!». Λίγους μήνες πριν, στο τέλος του αγώνα Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός, ένας άλλος εκφωνητής έλεγε την ίδια φράση, μόνο που τότε δεν σήμαινε το ίδιο πράγμα. Τότε το «Μπήκαν οι οπαδοί!» (του Ολυμπιακού) σήμαινε «Δεν ντρέπονται οι χουλιγκάνοι!».* Τι είναι λοιπόν αυτό που κάνει το ίδιο κείμενο να είναι διαφορετικό;

Την απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήματα δίνουν εκείνοι οι γλωσσολόγοι που ασχολούνται με την Ανάλυση Λόγου (discourse analysis). Αντικείμενο μελέτης της είναι τα γλωσσικά δεδομένα που παράγονται σε φυσικές περιστάσεις επικοινωνίας. Οι κυρίαρχες θεωρητικές προσεγγίσεις της Ανάλυσης Λόγου είναι τρεις. Η συστημική προσέγγιση μελετά με ποιον τρόπο αποκτά σημασία ο λόγος μέσα από την διεπίδραση γλωσσικών και εξωγλωσσικών στοιχείων. Για παράδειγμά ο ένας εκφωνητής έλεγε τη φράση «Μπήκαν οι οπαδοί» αφήνοντας ένα πονηρό γελάκι να ακουστεί, ενώ ο άλλος μιλούσε με ένταση και αυστηρότητα.

Στην κοινωνιολογική προσέγγιση δίνεται έμφαση σε φαινόμενα όπως η διακοπή του λόγου, οι διορθώσεις, οι παύσεις κτλ, οι οποίες δίνουν το δικό τους σημασιολογικό χρωματισμό στο λόγο. Στην κριτική προσέγγιση υπογραμμίζεται ο ρόλος της ιδεολογίας στη διαμόρφωση του λόγου. Στο παράδειγμά μας, ας πούμε, ο ένας εκφωνητής είτε είναι ΑΕΚτζής και θέλει να μας πείσει ότι οι οπαδοί δεν κάνουν κάτι κακό, αλλά γιορτάζουν, είτε πιστεύει ότι η είσοδος των οπαδών οποιασδήποτε ομάδας στον αγωνιστικό χώρο, αν και παράνομη, δείχνει το καλώς εννοούμενο πάθος του κόσμου. Ο άλλος είτε είναι βάζελος και θέλει να θεωρήσουμε τους γαύρους κάφρους που μπουκάρουν παράνομα (αν εκείνο το βράδυ εκφωνούσε ο Πουρουπουπού, γράψτε λάθος! :D), είτε πιστεύει ακράδαντα ότι οι οπαδοί δεν έχουν καμία δουλειά στον αγωνιστικό χώρο.

*Επέλεξα αυτούς αγώνες, γιατί και στους δύο αυτοί που εισέβαλλαν ήταν οι οπαδοί των νικητών. Η φράση «Μπήκαν οι οπαδοί» ακούστηκε και στις δύο περιπτώσεις προτού πέσουν οι μπούφλες. Όταν έπεσαν, ο εκφωνητής του Ατρόμητος-ΑΕΚ τα έριξε αρχικά στους παίχτες του Ατρομήτου (;) και αργότερα τα γύρισε, ενώ στο Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός ο εκφωνητής από την αρχή καταδίκασε την ενέργεια.



πετραδακι, πετραδακι για τα σενα το ‘χτισα

Αν ανήκετε σε εκείνους που προτιμούν το βουνό για τις καλοκαιρινές τους διακοπές, σας προτείνω να επισκεφτείτε τουλάχιστον για ένα τριήμερο τα όμορφα χωρία του καταπράσινου Βοΐου Κοζάνης. Η φυσική ομορφιά της περιοχής καθώς επίσης και η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική των κτιρίων θα σας συνεπάρουν. Τα χωριά εκεί χαρακτηρίζονται μαστοροχώρια -όπως αυτά της Ηπείρου- γιατί στην περιοχή διέμεναν φημισμένοι τεχνίτες της πέτρας, οι οποίοι κατασκεύαζαν τα πανέμορφα πέτρινα αρχοντικά που συναντάμε στο Βόιο. Εκτός όμως από αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, η περιοχή παρουσιάζει και γλωσσολογικό βεβαίως βεβαίως!

Οι τεχνίτες της πέτρας του Βοΐου είχαν αναπτύξει μια κοινωνιόλεκτο -ή καλύτερα μία επαγγελματική διάλεκτο- για να μη γίνονται κατανοητοί από τους “ανεπιθύμητους”. Αυτή τους η ανάγκη αποκαλύπτεται μάλιστα στην χαρακτηριστικότερη ίσως μαστόρικη έκφραση “Μη ξιφλιάς, τσλίζ ου μπαρός!” που σημαίνει “Μη μιλάς, ακούει το αφεντικό!”. Η διάλεκτος των μαστόρων ονομάζεται κουδαρίτικα και απαντάται με μικρές διαφοροποιήσεις στα μαστοροχώρια της Ηπείρου και της Θράκης. Κουδάρ(η)ς ονομάζεται ο μάστορας και κούδα η πέτρα.

Ταξιδεύοντας στο Βόιο λοιπόν ίσως έχετε την ευκαιρία να ακούσετε ηλικιωμένους άντρες, συνταξιούχους χτίστες, να χρησιμοποιούν ακόμα στον καθημερινό τους λόγο μαστόρικες λέξεις. Ακόμα θυμάμαι τον παππού μου, που ήταν μάστορας από τον Πεντάλοφο Βοΐου, να χρησιμοποιεί μαστόρικες λέξεις όπως “μαλέτσ’κος” που θα πει μικρός ή “ξούλια”, δηλαδή τα ρούχα. Έχω επίσης την εντύπωση ότι έλεγε και ένα τραγούδι στα κουδαρίτικα, το οποίο δυστυχώς δεν κατέγραψα, γιατί ήμουν μικρή και δεν ήξερα ότι μια μέρα θα με ενδιέφεραν κάτι τέτοια! Αν έχετε λοιπόν κάτι σχετικό υπόψη σας στείλτε μου παρακαλώ ένα mail!

Το λεξιλόγιο των κουδάρων πάντως ήταν ιδιαίτερα περιορισμένο (γύρω στις πεντακόσιες λέξεις) γιατί αφορούσε πολύ συγκεκριμένες πτυχές της καθημερινής ζωής: την εργασία τους, το φαγητό (η πείνα των μαστόρων είναι άλλωστε παροιμιώδης!) και φυσικά τον έρωτα. Δεδομένου ότι πολλοί από τους χτίστες έφευγαν από τον τόπο τους για μεγάλα διαστήματα προκειμένου να αναλάβουν το χτίσιμο κτιρίων -ακόμα και στα Βαλκάνια- αναγκάζονταν να καμουφλάρουν τον πόθο τους για γυναίκες άλλων αντρών με συνθηματικές λέξεις.

Το συνθηματικό λεξιλόγιο των μαστόρων παρέμεινε θα λέγαμε “μυστικό”, αφού δεν διαδόθηκε ποτέ τόσο ώστε λέξεις του να περάσουν στην καθημερινή μας ομιλία ως αργκό (όπως συνέβη με άλλες κοινωνιολέκτους, π.χ. τα καλιαρντά, τη γλώσσα δηλαδή των ομοφυλοφίλων). Κάνοντας μια μικρή έρευνα για να ανακαλύψω έστω μία λέξη που να χρησιμοποιείται στην αργκό αλλά να προέρχεται από τα κουδαρίτικα, εντόπισα μόνο τη λέξη “μπαρίνα”, η οποία στη Βόρεια Ελλάδα χρησιμοποιείται -σπάνια βέβαια- αντί της λέξης “γκόμενα”. Στα μαστόρικα “μπαρίνα” πάντως σήμαινε τη γυναίκα του αφεντικού.



κοινωνια ωρα μηδεν

Τόσο καιρό σας λέω «τι καλή είναι η γλωσσολογία» και «πόσο φοβεροί οι γλωσσολόγοι» και «τι ενδιαφέρουσα επιστήμη»! Κάποιοι από εσάς ίσως σκεφτήκατε «μα καλά…δεν υπάρχει ένας, ΕΝΑΣ σ’αυτή τη γη που να αμφισβήτησε αυτή την επιστήμη;»! Μην κοιτάτε που τόσο καιρό επιμελώς το κρύβω! 🙂 Και βέβαια υπάρχει!

Το σημαντικότερο ρεύμα το οποίο άσκησε κριτική στη γλωσσολογία είναι η κοινωνιογλωσσολογία. Αυτή απέδειξε ότι η σύγχρονη γλωσσολογία παραμέλησε την κοινωνική σημασία, τις διάφορες χρήσεις και ποικιλίες της γλώσσας και ασχολήθηκε κυρίως με τη δομή. Οι υποστηρικτές της κοινωνιογλωσσολογίας απέδειξαν σε πρώτη φάση ότι οι πατεράδες (!) της γλωσσολογίας Saussure και Chomsky,προκειμένου να μελετήσουν τη γλώσσα, την αντιμετώπισαν ο μεν ως το γλωσσικό σύστημα που χρησιμοποιεί μια κοινότητα ομιλητών, ο δε ως το σύστημα κανόνων που έχουν κατακτήσει οι ομιλητές ώστε να είναι σε θέση να παράγουν και να κατανοούν απεριόριστο αριθμό προτάσεων (θυμηθείτε την Άννα Βίσση και τον ιπτάμενο δίσκο που προσγειώθηκε στο κεφάλι της!). Το γεγονός λοιπόν ότι η γλώσσα είναι πρώτα απ’όλα κοινωνική πράξη αποκρύφτηκε από αυτούς τους δύο και τους υποστηρικτές τους- ίσως γιατί ήθελαν να εμφανίσουν τη γλωσσολογία ως επιστήμη καθολική και ουδέτερη-.

Η προσπάθεια να «κουκουλωθεί» η σχέση γλώσσας και κοινωνίας γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρη αν σκεφτούμε από τη μια την πρακτική των δομιστών να συγκεντρώνουν γλωσσικό υλικό αντιπροσωπευτικό (και καλά!) της γλώσσας που μελετούν, ξεχνώντας βέβαια τη γλωσσική ποικιλία κι απ’την άλλη την τάση των chomskικών να δημιουργούν οι ίδιοι προτάσεις και βάσει της γλωσσικής τους διαίσθησης να κρίνουν αν αυτές γίνονται αποδεκτές ή όχι από τους ομιλητές της γλώσσας (τι αντικειμενικότητα!).

Το παράδοξο είναι ότι ενώ ο Saussure  είχε τουλάχιστον μιλήσει για την κοινωνική ουσία της γλώσσας (άσχετα αν δεν την μελέτησε ποτέ), οι υποστηρικτές της θεωρίας του Chomsky την αγνόησαν επιδεικτικά! Έτσι οι πρώτοι κοινωνιογλωσσολόγοι υπογράμμισαν την ανάγκη να διευρυνθεί το πεδίο της γλωσσολογίας κι η γλώσσα να μελετάται στο κοινωνικό της περιβάλλον. Δημιουργήθηκε λοιπόν ο κλάδος της κοινωνιογλωσσολογίας ή κοινωνιολογίας της γλώσσας που μελετά ζητήματα όπως οι κοινωνικές γλωσσικές ποικιλίες (π.χ. καλιαρντά), τα επίπεδα της γλώσσας (π.χ. φιλικό/οικείο επίπεδο) κτλ.



like a rainbow

Μπάτσος (Φιλιππίδης): Δεν το τρώω το κοτόπουλο.
Γιάννης: Γιατί, φοβάστε μη βγάλετε βυζιά;

Όπως έχω αναφέρει και σε παλιότερα posts ορισμένες κοινωνικές ομάδες αναπτύσσουν μια δική τους εκδοχή της γλώσσας συνήθως για να μην γίνουν κατανοητοί (και για να «προστατευτούν») από τους γύρω τους. Μία από αυτές είναι τα καλιαρντά (καλιαρντός=κακός, άσχημος), η γλώσσα των ομοφυλόφιλων που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του ’40.

Αν αναζητήσετε πληροφορίες για αυτή την κοινωνιόλεκτο, σίγουρα θα πέσετε πάνω στο όνομα Ηλίας Πετρόπουλος, μιας και πρώτος αυτός ερεύνησε και κατέγραψε τα χαρακτηριστικά της. Συνέταξε μάλιστα ερμηνευτικό-ετυμολογικό λεξικό, με τίτλο «Καλιαρντά» (εκδόσεις Νεφέλη) που περιέχει περίπου 3.000 λήμματα. Το βιβλίο του αυτό στάθηκε αφορμή να κατηγορηθεί ο Πετρόπουλος για περιύβριση της δημόσιας αρχής, του βασιλικού εμβλήματος και της ορθόδοξης εκκλησίας και να καταδικαστεί τελικά ως πορνογράφος -σε μια εποχή φυσικά που κουμάντο στην Ελλάδα κάναν τα «μπισκοτότεκνα»*-!

Τα καλιαρντά, όπως παρατηρεί ο Πετρόπουλος, εμφανίζουν στοιχεία από τα ελληνικά, τουρκικά, αγγλικά, ιταλικά και γαλλικά. Μέχρι τη δεκαετία του ’70 ήταν «κρυφή» γλώσσα. Έπειτα φράσεις της χρησιμοποιήθηκαν στο θέατρο, αργότερα στην τηλεόραση και τελικά στην καθημερινή μας γλώσσα, π.χ. τζους, κουλό, λούγκρα.

Όσον αφορά τη γλωσσολογία, όπως ακριβώς στο πλαίσιο των γυναικείων σπουδών μελετάται η «απεικόνιση» της γυναίκας στη γλώσσα, το ίδιο συμβαίνει και με τους ομοφυλόφιλους στις λεγόμενες gay σπουδές.

*μπισκοτότεκνα (κατά το γαργαρότεκνο=ναύτης) ονόμαζαν οι gay τους χουντικούς στα καλιαρντά (από το Γεώργιος Παπαδόπουλος→μπισκότα Παπαδοπούλου→μπισκοτότεκνο!)

σχετικοί σύνδεσμοι

μικρό γλωσσάρι καλιαρντών




μιλα μου βρωμικα

Μετά από μέρες αποχής μου από το blog, γεια σας και πάλι! Να ξεκαθαρίσω αμέσως ότι ο λόγος που καθυστέρησα να γράψω δεν ήταν γιατί με συνεπήρε το φετινό καρναβάλι! 🙂 Στον Τύρναβο, από τον οποίο κατάγομαι, όπως ίσως ξέρετε, τέτοιες μέρες γιορτάζουν το μπουρανί. Οι πιο «κιριλέ» επισκέπτες θα σας παρότρυναν να «απεκδυθείτε τον μανδύα της σεμνοτυφίας, να οπλιστείτε με χιούμορ, θάρρος, θράσος και να ετοιμαστείτε να βιώσετε μια απόλυτα απελευθερωτική εμπειρία». Οι Τυρναβίτες απ’την άλλη θα σας μπούκωναν μπουρανί και τσίπουρο, θα σας έβαζαν να φιλήσετε ένα πήλινο «μαραφέτι» και θα σας άρχιζαν τα μπουρανίτικα τραγούδια και αστεία! Κάθε χρόνο κάποιοι θιγμένοι από το έθιμο πετούν χαρτάκια στους δρόμους της πόλης, στα οποία γράφουν «Όχι στο αμαρτωλό καρναβάλι!». Αυτό που τους ενοχλεί είναι βέβαια τα πήλινα ομοιώματα, τα σχετικά καρναβαλίστικα άρματα, το μεθύσι αλλά και οι βωμολοχίες…Και κάπου εδώ κολλάει η γλωσσολογία! Το 1984 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Νεφέλη» το έργο «Νεοελληνική αθυροστομία» της Μαίρης Κακουλέ στο οποίο περιέχονται κάθε είδους αισχρολογίες του ελληνικού λαού. Χρειάστηκαν μάλιστα κάμποσοι τόμοι για να καταγράψει όσες περισσότερες μπορούσε! Το βιβλίο της Κακουλέ όπως ήταν φυσικό βρήκε αρκετούς επικριτές. Χαρακτηρίστηκε όμως από άλλους ως γλωσσολογικό μνημείο, γιατί μετά από έρευνα κατέγραψε τη γλώσσα χωρίς να την (κατα)κρίνει! Αν ψάχνετε βέβαια πιο «φρέσκο πράμα», επισκεφτείτε το slang.gr! Είναι λιγότερο επιστημονικό, αλλά είναι σίγουρα πιο ενημερωμένο!



εισαι γυναικα; τοσο το καλυτερο (;) vol.2

Άντρες και γυναίκες, είμαστε όλοι άνθρωποι. Με τη λέξη «άνθρωπος» δεν δηλώνουμε το φύλο (η λέξη είναι ουδέτερη ως προς αυτό) ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να το δηλώνουμε! Το λέω αυτό γιατί στη γλώσσα μας χρησιμοποιούμε τη λέξη «άνθρωπος» για να «δείξουμε» κυρίως τον άντρα. Αν εγώ σας πω «Πέρασε ένας άνθρωπος με ένα ποδήλατο» , κατά 99,9% θα σχηματίσετε στο μυαλό σας την εικόνα ενός άντρα με ποδήλατο. Αν πάλι πω «Κοίτα εκείνο τον άνθρωπο με το μπλε παντελόνι» το βλέμμα σας θα αναζητήσει έναν άντρα κι όχι μια γυναίκα. Αν τέλος πω «Κοίτα εκείνο τον άνθρωπο με τη μπλε φούστα» ή που θα αναζητήσετε έναν άντρα με φούστα (!) ή που θα με δουλέψετε για τη «λανθασμένη» πρόταση που σχημάτισα!

Οι γυναίκες λοιπόν συχνά δεν «φαίνονται»  στη γλώσσα. Άλλη μια απόδειξη, τα θηλυκά επαγγελματικά. Μια γυναίκα είναι γιατρός, δικηγόρος, βουλευτής, όπως ακριβώς κι ένας άντρας συνάδελφος της. Αν πεις σε κάποιον «Το παιδί του Γιώργου έγινε γιατρός» το πιο πιθανό είναι να υποθέσει ότι ο γιος του Γιώργου έγινε γιατρός. Αν πει βέβαια «Το παιδί του έγινε γιατρίνα!» τότε να που φαίνεται και η γυναίκα στη γλώσσα! Καμία γυναίκα όμως δε θα σου πει ότι είναι γιατρίνα, δικηγορίνα ή βουλευτίνα (παρόλο που αυτές οι λέξεις υπάρχουν στο λεξιλόγιό μας) γιατί είναι λέξεις αρνητικά φορτισμένες που κρύβουν ειρωνεία και υποτίμηση. Σκεφτείτε πως η φράση «Άλλα αντ’ άλλων μας τα είπε η γιατρίνα σου!» στέκει περισσότερο στο λόγο, αντίθετα απ’ τη φράση «Είναι μια εξαίρετη γιατρίνα!».

Ακόμα πιο ξεκάθαρο για το υποτιμητικό του πράγματος είναι το παράδειγμα του ουσιαστικού «ο/η γραμματέας». Στο μυαλό μας «η γραμματέας» είναι τίτλος κατώτερος από «τον γραμματέα» και θα σας το αποδείξω: Η γραμματέας του υπουργείου στο μυαλό μας είναι μια κυρία που έχει γραφείο στην είσοδο του γραφείου του/της υπουργού, σηκώνει τα τηλέφωνα, βγάζει φωτοτυπίες, δακτυλογραφεί κτλ, ενώ ο γραμματέας του υπουργείου είναι…κάτι σαν τον Ζαχόπουλο στο Πολιτισμού! Λύνει και δένει!

Η γυναίκα στο λόγο λοιπόν μοιάζει να απαρνιέται το θηλυκό για να μπορέσει να κερδίσει το κύρος που οι άντρες εξ ορισμού διαθέτουν. Δεν είναι τυχαίο που πολλές κυρίες επιλέγουν να χρησιμοποιούν το επώνυμο του συζύγου τους (παρόλο που δεν είναι πια υποχρεωτικό). Όσες παντρεμένες αντισταθήκατε βέβαια σθεναρά στην αλλαγή του πατρικού σας ονόματος, καλό είναι να γνωρίζετε ότι το επίθετο σας δηλώνει από μόνο του ότι ανήκετε ή κατάγεστε από έναν άντρα·τον μπαμπά σας! Αν δηλαδή ο μπαμπάς είναι Χατζής, στη γενική κάνει «του Χατζή». Το επίθετο της κόρης του είναι αυτή η γενική  (του) «Χατζή», που συντακτικά χαρακτηρίζεται γενική κτητική (κτήμα του μπαμπά λοιπόν!) ή της καταγωγής (και η μαμά….δεν κατάγομαι κι από τη μαμά;!)



φιλουθκια!

Πρόσφατα μιλούσα με έναν φίλο, του οποίου ο Κύπριος γείτονας έβαλε καταλάθος φωτιά στο διαμέρισμά του. Ο τύπος έντρομος είχε βγει το πρωί στο μπαλκόνι και φώναζε κάτι για τον «τζισβέ» του (δηλαδή το μπρίκι του). Ο φίλος μου αφού μου αφηγήθηκε το περισταστικό, αναφώνησε «Τι γλώσσα κι αυτή ε;!» κι όταν του απάντησα «Δεν είναι άλλη γλώσσα, αλλά ελληνική διάλεκτος, σαν τη δική σου τη θεσσαλική!» έμεινε να με κοιτάει…

Η Κυπριακή ανήκει στα νότια ιδιώματα της ελληνικής και μάλιστα στη νησιωτική ζώνη του ίντα *. Οι Κύπριοι στην καθημερινότητα τους μιλούν τη διάλεκτο, όμως στο σχολείο διδάσκονται την κοινή νέα ελληνική (την ίδια με εμάς!), την οποία χρησιμοποιούν επιπλέον σε επίσημες περιστάσεις στο γραπτό και προφορικό λόγο. Η κυπριακή διάλεκτος απ’την άλλη δεν διαθέτει γραμματικές και λεξικά, ούτε καν ορθογραφία. Ωστόσο για τους Κύπριους η διάλεκτος τους είναι η φυσική τους γλώσσα, ενώ η νέα ελληνική (η νόρμα) τους φαίνεται τεχνητή μιας κι απέχει πολύ από την καθημερινή γλώσσα επικοινωνίας τους.

Δυο βασικά χαρακτηριστικά της κυπριακής είναι η διατήρηση του τελικού -ν σε πολλά ονόματα και ρήματα, π.χ. τραπέζιν, τραυούμεν αλλά και η σίγηση των β, γ, δ όταν βρίσκονται ανάμεσα σε φωνήεντα, π.χ. φοούμαι=φοβούμαι. Στο λεξιλόγιο της κυπριακής συναντάμε πολλούς αρχαϊσμούς, π.χ. ορτσούμαι=χορεύω (από το αρχαίο ορχούμαι), αλλά και δάνεια:  παλαιά γαλλικά -μιας κι η Κύπρος από το 1911 ήταν φραγκικό κρατίδιο-όπως το κουφουρκιάζω=παρηγορώ (από το coumfortar), ιταλικά και βενετικά-λόγω της Ενετοκρατίας που ακολούθησε- όπως κουρτέλλα=μαχαίρι (από το coltella), τουρκικά -λόγω Τουρκοκρατίας- όπως καΐσ̌ιν=παγίδα (από το kayış) και τέλος αγγλικά -λόγω της παρουσίας των άγγλων από το 1878- όπως σέντερ=αποστολέας (από το sender).

(Αsterix στα Κυπριακά)

*όπως κι οι Κρητικοί, αντί για «τι» ρωτάνε με το «ίντα».