i love linguistics!


καταλαβατε ή να κανω και κακα;
20 Σεπτεμβρίου, 2009, 07:42
Filed under: plus | Ετικέτες: , , ,

Είσαι μωρό και μόλις έχει γεννηθεί. Το μόνο που κάνεις είναι να κλαίς. Περνάει ο καιρός κι αρχίζεις να κάνεις ήχους με το στόμα: «αγκού»! Λίγο αργότερα «πετάς» λέξεις ανάμεσα στους ακαθόριστους ήχους: «μαμά αμπού τουτ!». Ώσπου κάποια στιγμή ΑΡΧΙΖΕΙΣ ΝΑ ΜΙΛΑΣ! Μα πώς;!

Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘50 μέχρι σήμερα, το ερώτημα αυτό απασχολεί την επιστήμη. Οι ερευνητές προσπάθησαν να εξηγήσουν τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνεται η πρώτη γλώσσα, διατυπώνοντας πολλές θεωρίες. Καμία ωστόσο δεν είναι αποδεκτή στο σύνολό της.

parotΠρώτη προσπάθεια, η θεωρία του συμπεριφορισμού. Οι ερευνητές υποστήριζαν ότι η απόκτηση της γλώσσας βασίζεται στο σχήμα ερέθισμα-αντίδραση-επιβράβευση. Ακούει δηλαδή το μωρό τη μαμά να λέει: «Πες μπά-μπά!»(ερέθισμα), λέει «Μπαμπά!» (αντίδραση), η μαμά του λέει «Μπράβο!», το φιλάει (επιβράβευση) κι έτσι την επόμενη φορά θα πει «μπαμπά» από μόνο του! Τα παιδιά για τους συμπεριφοριστές είναι κενά ερμάρια που διαμορφώνονται όταν «αντιγράφουν» τους μεγάλους κι οι μεγάλοι τα επιβραβεύουν για την ορθότητα των όσων λένε. Ο άνθρωπος βέβαια θα ήταν παπαγάλος αν η γλώσσα ήταν απλά μίμηση κι όχι δημιουργία.

Η επόμενη αξιόλογη θεωρία είναι η γενετική ή βιολογική. Ο άνθρωπος γεννιέται με μια έμφυτη ικανότητα εκμάθησης της γλώσσας. Χάρη σ’ αυτό το «μηχανισμό γλωσσικής κατάκτησης» το παιδί επεξεργάζεται το γλωσσικό ερέθισμα κι ανακαλύπτει μόνο του τους κανόνες της γλώσσας που ακούει. Δημιουργεί έτσι μια δική του γραμματική της γλώσσας η οποία στην πορεία μετασχηματίζεται. «Αύριο πήγαμε στο πάρκο» θα επιμείνει μέχρις ότου καταλάβει τη σύγχυση της ακολουθίας «αύριο πήγαμε» και τη διορθώσει. Η  εκμάθηση της γλώσσας βέβαια δεν εξαρτάται μόνο από την απόκτηση συντακτικών και γραμματικών κανόνων.

Σαν απάντηση στα προηγούμενα ήρθε η γνωστική θεωρία. Η μάθηση γενικά οφείλεται στην ανάπτυξη των γνωστικών λειτουργιών. Έτσι και στη γλώσσα, αφού πρώτα το παιδί αντιληφθεί τον κόσμο του, μετά αρχίζει να μιλάει γι’ αυτόν. Δημιουργεί τότε ένα δικό του γλωσσικό σύστημα το οποίο αν δεν επιβεβαιωθεί από τους «μεγάλους», αναθεωρείται και σιγά σιγά τελειοποιείται. Η θεωρία αυτή βέβαια αγνοεί άλλους παράγοντες, όπως το σχολείο, τον κοινωνικό περίγυρο κτλ.

Τελικά η αλήθεια μάλλον κρύβεται στο συνδυασμό των παραπάνω. Η μια θεωρία δείχνει να «θεραπεύει» τις αδυναμίες της άλλης κι ίσως να ισχύουν επίσης και πορίσματα λιγότερο διάσημων θεωριών. Το βέβαιο πάντως είναι πως ο προβληματισμός των ανήσυχων γλωσσολόγων δε θα σταματήσει ούτε μπροστά στην πιο πειστική απάντηση!